ἐκφορῶ

ἐκφορῶ
ἐκφορέω
carry out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφορέω
carry out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφορέω
carry out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφορέω
carry out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκφορώ — ἐκφορῶ ( έω) (AM) μεταφέρω έξω, μακριά, αποκομίζω μσν. (για ρούχα) βγάζω αρχ. 1. μεταφέρω πτώμα για ταφή, κηδεύω 2. σκάβω και βγάζω έξω, εξορύσσω 3. διαρπάζω, λαφυραγωγώ 4. παθ. ρίχνομαι στην ξηρά 5. διαδίδω άκριτα, ξεστομίζω ασυλλόγιστα …   Dictionary of Greek

  • συνεκφορώ — έω, ΜΑ μσν. λαμβάνω πόρους ταυτοχρόνως («μεγάλας ὠφελείας... ἐκ τῶν βασιλικῶν ταμείων συνεκφορήσαντα», Λέων Δ.) αρχ. μεταφέρω έξω μαζί («οὐκ ὀλίγα τῶν ἐπίπλων... συνεκφορήσαντες», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφορῶ «μεταφέρω έξω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”